υλοζωία

υλοζωία
η, Ν
(φιλοσ.) ο υλοζωισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ζωή + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υλοζωία — η ο υλοζωισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υλοζωικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλοζωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Περ. Γρηγοριάδη] …   Dictionary of Greek

  • υλοζωισμός — Φιλοσοφική θεωρία που εκλαμβάνει ακόμα και την υλική πραγματικότητα ως κάτι ζωντανό και έμψυχο. Ιστορικά, ως υλοζωιστική χαρακτηρίζεται η φιλοσοφία των πρώτων Ελλήνων φιλόσοφων και ιδιαίτερα του Θαλή, που αντλούσε την πεποίθησή του αυτή από την… …   Dictionary of Greek

  • υλοζωιστής — ο, θηλ. υλοζωίστρια, Ν οπαδός τού υλοζωισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ὑλοζωϊσταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Ι. Μιχαλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • υλοζωικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοζωία (βλ. λ.): Υλοζωική διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υλοζωισμός — ο φιλοσοφική και κοσμογονική θεωρία που δέχεται ότι η ύλη συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή, η οποία είναι μία από τις ιδιότητες της ύλης, η υλοζωία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”